- ψηλαφητί
- επίρρ. наощупь; ощупью;
προχωρώ ψηλαφητί εις το σκότος — двигаться в темноте наощупь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προχωρώ ψηλαφητί εις το σκότος — двигаться в темноте наощупь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψηλαφητί — Μ επίρρ. ψηλαφητά, ψηλαφώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφητός + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ατιμωρητ ί)] … Dictionary of Greek